Ποιες είναι οι διαφορές βρεφικού-παιδικού και δέρματος ενηλίκου;

Γράφει ο Σταυρούλα Ψώνη

Διαβάστηκε 3,604 φορές

Η φράση «απαλό σαν δέρμα μωρού» συνοψίζει την κοινή αντίληψη για το βρεφικό δέρμα: ένα μαλακό, τρυφερό και ουσιαστικά αψεγάδιαστο κάλυμμα το οποίο αποτελεί απραγματοποίητο στόχο όλων των καλλυντικών παρεμβάσεων στις  μετέπειτα  ηλικίες. Είναι δύσκολο λοιπόν να φαντασθεί κανείς ποια θα ήταν τα πιθανά προβλήματα που θα απαιτούσαν την παρέμβαση ειδικού, δεδομένης της τελειότητας της εμφάνισης του βρεφικού δέρματος. Παρά ταύτα, υπάρχουν πολλές δερματοπάθειες που μπορούν να εμφανισθούν και στην αρχή της ζωής, καθώς υπάρχουν και  πολλές διαφορές συγκριτικά με το  δέρμα του ενηλίκου, τόσο σε επίπεδο λειτουργικό, όσο και σε επίπεδο νόσου. Σε αυτό το άρθρο επιχειρείται μια ανασκόπηση των σημαντικών δομικών και λειτουργικών διαφορών του βρεφικού και παιδικού δέρματος από το ενήλικο δέρμα. Παραθέτουμε επίσης κάποιες πρακτικές και κλινικές πληροφορίες για τις διαφορές αυτές, βασιζόμενοι στην καθημερινή κλινική πράξη, όπου αυτό είναι δυνατό.

Γενικά, οι λειτουργίες του δέρματος είναι ίδιες σε όλα τα στάδια της ζωής  όπως: δημιουργία φραγμού, φωτοπροστασία, θερμορρύθμιση, ανοσολογική επιτήρηση, σύνθεση ορμονών, παρεμπόδιση άδηλης απώλειας υγρών του σώματος, αντίληψη αισθητικών ερεθισμάτων. Είναι συνεπώς το δέρμα ο άγρυπνος φρουρός των «συνόρων» Ωστόσο, υπάρχουν πολλές δομικές διαφορές μεταξύ του δέρματος των μωρών και των μεγαλύτερων ατόμων, οι οποίες μάλιστα είναι πιο εμφανείς στη νεογνική περίοδο εξαιτίας της μετάβασης από την ενδομήτρια ζωή στις συνθήκες του εξωτερικού περιβάλλοντος.

Πρωταρχικά, η λειτουργία του φραγμού του δέρματος είναι ζωτικής σημασίας για την επιβίωση όλων των ανθρώπινων όντων. Καθώς όμως γεννιούνται ολοένα και περισσότερα πρόωρα νεογνά, ερχόμαστε περισσότερο αντιμέτωποι με το πρόβλημα του ανεπαρκούς δερματικού φραγμού με συνέπεια τη μεγάλη απώλεια νερού διαμέσου της επιδερμίδας (διαεπιδερμιδική απώλεια υγρών) και την αυξημένη απορρόφηση χημικών παραγόντων απευθείας από το δέρμα. Άλλο σοβαρό αποτέλεσμα είναι η αυξημένη θνησιμότητα των προώρων νεογνών από σοβαρές λοιμώξεις λόγω διείσδυσης μικροβίων διαμέσου του αναποτελεσματικού  φραγμού.

Από την άλλη μεριά, παρά το γεγονός ότι η διεπιδερμιδική απώλεια υγρών θεωρείται ότι είναι παρόμοια σε βρέφη-παιδιά και ενήλικες, υπάρχουν ενδείξεις ότι ο φραγμός αναπτύσσεται και ολοκληρώνεται κατά τη διάρκεια  του πρώτου έτος της ζωής. Το βρεφικό δέρμα περιέχει επίσης περισσότερο νερό και έχει την ικανότητα να απορροφά αλλά και να χάνει περισσότερο νερό σε σχέση με το ενήλικο δέρμα. Μικρότερης σημασίας δομικές διαφορές βρεφικού-παιδικού δέρματος είναι η λεπτότερη κερατίνη στιβάδα και θηλώδης δερμίδα.

Πέρα όμως από τις διαφορές στη δομή, πολλοί παράγοντες συγκλίνουν ώστε να καθιστούν τα βρέφη πιο επιρρεπή στην τοξικότητα διαφόρων ουσιών και φαρμάκων. Αυτό συμβαίνει διότι η υψηλή αναλογία επιφάνειας προς βάρος σώματος, η ανωριμότητα των συστημάτων μεταβολισμού φαρμάκων και οι ανεπαρκείς εφεδρείες υποδόριου λίπους αυξάνουν την επιφάνεια απορρόφησης, ενώ ταυτόχρονα μειώνουν τον όγκο κατανομής ενός φαρμάκου ή τοξίνης. Επιπρόσθετα, η απευθείας διαταραχή του φραγμού από μικροτραυματισμούς  είναι πολύ πιο εύκολη (πχ επίδεσμοι, monitors κλπ σε νοσηλευόμενα βρέφη) λόγω της αυξημένης ευθραυστότητας του δέρματος του μωρού, αυξάνοντας περαιτέρω την τοπική διαπερατότητα σε βλαπτικούς παράγοντες. Τέλος, εάν υπολογισθεί και το 20% των παιδιών που παρουσιάζουν ατοπική δερματίτιδα, παρέχεται άλλη μια αιτία δυσλειτουργίας του δερματικού φραγμού στις μικρές ηλικίες. Για τους λόγους αυτούς, οι γονείς ενθαρρύνονται να χρησιμοποιούν μόνο τα απαραίτητα προϊόντα για την περιποίηση του δέρματος των μωρών, ειδικά τους πρώτους μήνες της ζωής.

Στο υποδόριο λίπος που βρίσκεται κάτω από το δέρμα, επίσης παρουσιάζονται διαφορές μεταξύ ώριμου και ανώριμου δέρματος. Το υποδόριο λίπος στα νεογέννητα είναι πλούσιο στα κορεσμένα λίπη παλμιτικό και εστερικό, τα οποία έχουν υψηλότερο σημείο τήξης από τα εν συνεχεία αυξανόμενα ακόρεστα λίπη του ενήλικου δέρματος. Το υψηλότερο σημείο τήξης του λίπους των μωρών (640C) σημαίνει ότι το λίπος τους «παγώνει» πιο εύκολα σε σχέση με των ενηλίκων που παγώνει σε (140C). Η αρχή αυτή βρίσκει εφαρμογή στην υποδερματίτιδα από «γρανίτα» (popsicle panniculitis), η οποία  είναι μια συνηθισμένη μορφή νέκρωσης υποδόριου λίπους των παρειών των μωρών όταν τρώνε για αρκετή ώρα παγωμένα γλειφιτζούρια, γρανίτες και παγωτά, ενώ παρόμοια κατάσταση προκαλείται μετά από έκθεση για αρκετή ώρα σε κρύο αέρα κατά τη διάρκεια ιππασίας, ποδηλασίας, ή ταξιδιού με μηχανή (equestrian panniculitis). Η νέκρωση του υποδόριου λίπους στα νεογνά συχνά σχετίζεται με υποθερμία, τραύμα ή αλλους παράγοντες περιγεννητικού stress. Είναι λοιπόν απαραίτητο να αποφεύγονται οι ακραίες θερμοκρασίες λόγω των περιορισμών που παρουσιάζει το βρεφικό δέρμα.

Το μπάνιο του μωρού προσφέρει σημαντικά ψυχολογικά οφέλη για το δεσμό γονέα-παιδιού, αλλά μπορεί να κρύβει και κινδύνους για την υγεία του δέρματος. Για παράδειγμα, υπάρχουν ενδείξεις ότι η χρήση σφουγγαριού τις πρώτες 4 εβδομάδες ζωής καταστρέφει την κερατίνη στιβάδα και αυξάνει τη διεπιδερμιδική απώλεια υγρών, ενώ η βύθιση του μωρού στο νερό κατά το διάστημα αυτό μπορεί να αυξάνει τον κίνδυνο ανάπτυξης ομφαλίτιδας. Ως προς τους καθαριστικούς παράγοντες που πρέπει να χρησιμοποιούνται, προτιμώνται ήπια υγρά βρεφικά σαπούνια τα οποία είναι λιγότερο ερεθιστικά από το νερό. Η διάρκεια του μπάνιου δεν πρέπει να ξεπερνά τα 10 λεπτά, ενώ το μωρό θα πρέπει να κάνει μπάνιο κάθε 2η ημέρα με εφαρμογή τοπικού καθαρισμού στα ενδιάμεσα διαστήματα.

Η φωτοπροστασία είναι άλλη μια σημαντική λειτουργία του δέρματος. Κατά την προσπάθεια όμως παρεμπόδισης της καταστροφής των δομών του δέρματος από την υπεριώδη (UV) ηλιακή ακτινοβολία , το ίδιο το δέρμα μπορεί να εκτραπεί προς καρκινογένεση. Για την αποφυγή των προβλημάτων από τη UV ακτινοβολία στην ενήλικο ζωή, η προστασία από τον ήλιο έχει νόημα να γίνεται κυρίως στην παιδική ηλικία. Το θέμα είναι αρκετά σοβαρό γιατί καθώς η βλαπτική δράση του ήλιου είναι αθροιστική, τα παιδιά ήδη από μικρή ηλικία περνούν πολύ χρόνο σε δραστηριότητες εκτός σπιτιού και το δέρμα τους είναι επιρρεπές σε βλαπτικούς παράγοντες. Η UV βλάβη στην βρεφική ηλικία μπορεί να έχει σοβαρές συνέπειες στο μέλλον. Είναι επίσης βασικό να θυμόμαστε ότι τα βρέφη και μικρά παιδιά δεν μπορούν να επικοινωνήσουν καλά, ώστε να γίνουν αμέσως αντιληπτά τα πρώιμα σημεία του ηλιακού εγκαύματος.

Τα τελευταία χρόνια, υπάρχει ανησυχία για την πιθανή ορμονική επίδραση χημικών συστατικών των αντηλιακών, όπως του oxybenzοne. Σε ότι αφορά τα παιδιά, η ανησυχία είναι διπλή λόγω της αυξημένης διαδερμικής απορρόφησης των χημικών ουσιών και της αυξημένης ευαισθησίας σε ορμονικά ερεθίσματα και διαταραχές κατά τη διάρκεια της ανάπτυξης. Εκτός από το oxybenzone, ενδείξεις για δυσμενή ορμονική  επίδραση έχουν αποδοθεί για τα παρακάτω συστατικά των αντιηλιακών: benzophenone-3, homosalate, 4-methyl-benzylidene camphor (4-MBC), octyl-methoxycinnamate (OMC) και octyl-dimethyl-para-aminobenzoic acid (PABA). Όλες αυτές οι ουσίες παρουσιάζουν δράση παρόμοια με τα οιστρογόνα και διάφορες μελέτες έχουν τεκμηριώσει επίμονη παραμονή τους στο περιβάλλον και ευρύτατη διασπορά στον πληθυσμό. Δυστυχώς όμως, ούτε τα ορυκτά αντηλιακά φίλτρα όπως το διοξείδιο του τιτανίου (titanium dioxide) και το οξείδιο του ψευδαργύρου (zinc oxide) είναι ακίνδυνα καθώς υπάρχουν ενδείξεις ότι τα νανοσωματίδια που περιέχονται στα φίλτρα αυτά προκαλούν κυτταρική βλάβη. Η διείσδυση των παραγόντων στις στιβάδες του υγιούς δέρματος θεωρείται ελάχιστη, αλλά δεν υπάρχουν δεδομένα για το εύθραυστο βρεφικό και παιδικό δέρμα καθώς και το δέρμα των παιδιών με ατοπική δερματίτιδα. Το συμπέρασμα από τα παραπάνω όπως επισημαίνεται και από την Αμερικανική Ακαδημία Παιδιατρικής είναι ότι οι γονείς δεν πρέπει να εμπιστεύονται απόλυτα τα αντηλιακά προϊόντα στη βρεφική ηλικία και να δίνουν έμφαση στην αποφυγή της έκθεσης στον ήλιο και την εφαρμογή κατάλληλου ρουχισμού όποτε είναι δυνατό.

Η κλινική προβολή των δερματοπαθειών διαφέρει στα βρέφη και στους ενήλικες έτσι ώστε παθήσεις που ακούγονται οικείες από την εμπειρία μας στους ενηλίκους μπορεί να διαφέρουν στη βρεφική και παιδική ηλικία. Η ακμή, οι λοιμώξεις του δέρματος και οι διατροφικές δερματοπάθειες είναι μερικές από αυτές.

Η κλασική εφηβική ακμή είναι για παράδειγμα γνωστή σε όλους μας, ωστόσο υπάρχουν  δύο ξεχωριστοί τύποι ακμής οι οποίοι απαντώνται στον πρώτο χρόνο της ζωής και είναι η νεογνική και η βρεφική ακμή. Η νεογνική ακμή αναφέρεται πιο συγκεκριμένα και ως νεογνική φλυκταίνωση (neonatal cephalic pustulosis) και απαντάται σε περίπου 20% των νεογέννητων. Πρόκειται για εξάνθημα που χαρακτηρίζεται από βλατίδες και φλύκταινες χωρίς φαγέσωρες όπως της εφηβική ακμής  και πιθανώς σχετίζεται με αποικισμό του δέρματος από κάποια είδη των μυκήτων Malassezia. Είναι γενικά καλοήθης και αυτοπεριοριζόμενη  κατάσταση, ενώ η τοπική θεραπεία με κετοκοναζόλη μπορεί να βραχύνει τη διάρκεια της νόσου.

Η βρεφική ακμή αντιθέτως, είναι σπανιότερη από τη νεογνική και συνήθως εμφανίζεται μεταξύ 3 και 12 μηνών. Χαρακτηρίζεται από φαγέσωρες και φλεγμονώδεις βλατίδες και μπορεί να καταλείψει ουλές όπως και η αντίστοιχη εφηβική ακμή. Μερικές φορές η πάθηση υποχωρεί μέχρι την παιδική ηλικία χωρίς ειδική θεραπεία, αλλά μπορεί να αποτελεί προάγγελο σοβαρών μορφών ακμής κατά την εφηβεία, ιδίως σε συνδυασμό με σοβαρό οικογενειακό ιστορικό ακμής. Η θεραπεία στις περιπτώσεις αυτές είναι παρόμοια με της εφηβικής ακμής και περιλαμβάνει τοπικό ρετινοειδές και benzoyl peroxide.

Το Σταφυλοκοκκικό Αποφολιδωτικό Σύνδρομο (Staphylococcal Scalded Skin Syndrome, SSSS) προκαλείται στα βρέφη και τα παιδιά από είδος σταφυλοκόκκου που παράγει μια ειδική αποφολιδωτική τοξίνη και μπορεί επίσης να παρατηρηθεί σε ενηλίκους με νεφρική ανεπάρκεια. Η συσσώρευση της τοξίνης αυτής στον οργανισμό προκαλεί επιφανειακές τεράστιες δερματικές φυσαλλίδες και γενικευμένη αποκόλληση της επιδερμίδας με δημιουργία εσχαρών και εφελκίδων. Η άμεση διάγνωση και θεραπεία με συστηματικά αντιβιοτικά και προστατευτικά του δερματικού φραγμού είναι απαραίτητα για τη μείωση της θνητότητας από τη νόσο αυτή.

Τα βρέφη είναι επίσης ιδιαίτερα ευπαθή σε ανεπάρκειες θρεπτικών στοιχείων, όπως η ανεπάρκεια ενός ιχνοστοιχείου, του ψευδαργύρου, η οποία μπορεί να είναι συγγενής ή επίκτητη. Η εντεροπαθητική ακροδερματίτιδα είναι η σπάνια κληρονομική μορφή της ανεπαρκούς απορρόφησης του ψευδαργύρου και εμφανίζεται κατά τη διάρκεια του απογαλακτισμού από το μητρικό γάλα. Εξάνθημα τύπου εντεροπαθητικής ακροδερματίτιδας μπορεί να παρατηρηθεί στα πλαίσια ανεπαρκούς διαιτητικής πρόσληψης ψευδαργύρου και κατά τη διάρκεια του θηλασμού. Τα συμπτώματα συνίστανται σε δερματίτιδα γύρω από τις οπές του σώματος (περιστοματικά), διάρροια και αλωπεκία, ενώ πολλές φορές η κλινική εικόνα είναι ήπια  και ατελής καθιστώντας δύσκολη τη διάγνωση. Η θεραπεία υποκατάστασης της έλλειψης ψευδαργύρου έχει ως αποτέλεσμα τη θεαματική υποστροφή των δερματικών βλαβών μέσα σε λίγες ημέρες.

Το βρεφικό δέρμα θεωρείται συχνά το ιδανικό δέρμα, πέρα όμως από την απαλή και τρυφερή ομορφιά του, εμφανίζει σημαντικές δομικές και λειτουργικές διαφορές που το προδιαθέτουν σε ορισμένα προβλήματα.  Κατά τη διάρκεια των πρώτων χρόνων της ζωής παρατηρούνται συγκεκριμένα στάδια στην ανάπτυξη του δέρματος και του υποδόριου  λίπους που απαιτούν διαφορετικό χειρισμό στα βρέφη και παιδιά από τους ενηλίκους.

Η φράση «απαλό σαν δέρμα μωρού» συνοψίζει την κοινή αντίληψη για το βρεφικό δέρμα: ένα μαλακό, τρυφερό και ουσιαστικά αψεγάδιαστο κάλυμμα το οποίο αποτελεί απραγματοποίητο στόχο όλων των καλλυντικών παρεμβάσεων στις  μετέπειτα  ηλικίες. Είναι δύσκολο λοιπόν να φαντασθεί κανείς ποια θα ήταν τα πιθανά προβλήματα που θα απαιτούσαν την παρέμβαση ειδικού…

δημοφιλη αρθρα

ειδατε προσφατα